- χρυσοφυλαξ
- χρυσοφύλαξχρῡσο-φύλαξI-ᾰκος (φῠ) adj. стерегущий золото
(γρῦπες Her.)
χ. θύλακος Plut. — мешок для хранений золотаII-ᾰκος ὅ хранитель золота(τοῦ θεοῦ Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γρῦπες Her.)
(τοῦ θεοῦ Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσοφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας 2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών… … Dictionary of Greek
Farmer Giles of Ham — First edition cover Farmer Giles of Ham is a Medieval fable written by J. R. R. Tolkien in 1937 and published in 1949. The story describes the encounters between Farmer Giles and a wily dragon named Chrysophylax, and how Giles manages to use… … Wikipedia
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοφυλακώ — έω, Α [χρυσοφύλαξ] φυλάγω, φρουρώ το χρυσάφι … Dictionary of Greek
χρυσοφύλακα — χρῡσοφύλακα , χρυσοφύλαξ gold keeper masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφύλακας — χρῡσοφύλακας , χρυσοφύλαξ gold keeper masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφύλακες — χρῡσοφύλακες , χρυσοφύλαξ gold keeper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφύλακος — χρῡσοφύλακος , χρυσοφύλαξ gold keeper masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)